οποσαπλασίων

οποσαπλασίων
ὁποσαπλασίων, -ον (Α)
πόσες φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος.
επίρρ...
ὁποσαπλασιόνως (Α)
κατά πόσες φορές περισσότερο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού ὁποσαπλάσιος με αρχ. επίθημα -ίων, δηλωτικό τού συγκριτικού βαθμού (πρβλ. διπλασ-ίων, εικοσαπλασ-ίων)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • οποσαπλάσιος — ὁποσαπλάσιος, ία, ον (Α) 1. ὁποσαπλασίων* πόσες φορές μεγαλύτερος 2. (με το οὖν) ὁποσαπλασιοσοῡν όσες φορές περισσότερος και αν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁπόσος + πλάσιος*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”